- οικτρογοος
- οἰκτρόγοοςοἰκτρό-γοος2жалобно стонущий, жалобный
(λόγοι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόγοι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οικτρόγοος — οἰκτρόγοος, ον (Α) αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό γοος, οξύ γοος)] … Dictionary of Greek
οἰκτρόγοος — wailing piteously masc/fem nom sg οἰκτρόγους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρογόων — οἰκτρόγοος wailing piteously masc/fem/neut gen pl οἰκτρόγους masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρογοούντας — οἰκτρογοοῡντας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἰκτιζομένους, ἐλεουμένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενός αμάρτυρου *οἰκτρογοῶ < οἰκτρόγοος] … Dictionary of Greek
οικτρογόη — οἰκτρογόη, ἡ (Α) [οικτρόγοος] θρηνωδία που προκαλεί οίκτο … Dictionary of Greek